- αλόγιαστος
- düşüncesiz, basiretsiz, tedbirsiz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αλόγιαστος — η, ο επίρρ. α 1. απερίσκεπτος: Αλόγιαστος όπως ήταν, μπορούσε να κάμει όσα έλεγε. 2. ανυπολόγιστος, αυτός που δεν τον υπολογίζουν: Για μια τέτοια δουλειά εκείνος ήταν αλόγιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] … Dictionary of Greek